- έβενος
- I
(ebenus). Γένος ποωδών ή φρυγανικών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών με περίπου 15 είδη, που ευδοκιμούν στις περιοχές γύρω από την ανατολική Μεσόγειο. Έχει φύλλα φτερωτά, τρίφυλλα και σπάνια απλά. Τα άνθη του είναι ροζ ή κόκκινα σε βοτρυοειδείς ταξιανθίες. Ο καρπός είναι χέδρωπας με 1-2 σπέρματα. Στην Ελλάδα υπάρχουν δύο αυτοφυή είδη: ο κρητικός, μικρός θάμνος με πυκνό φύλλωμα και άνθη κόκκινα, ενδημικό φυτό της Κρήτης, γνωστό με το κοινό όνομα αρχοντόξυλο, και ο σιβθόρπειος, φρύγανο με κόκκινα άνθη, που φυτρώνει σε βραχώδεις περιοχές της Θεσσαλίας, της Στερεάς και της Εύβοιας.IIΠολύτιμο σκληρό ξύλο, που δεν σαπίζει και είναι κατάλληλο για την κατασκευή επίπλων πολυτελείας και μουσικών οργάνων, καθώς και για λεπτουργικές εργασίες. Έχει μαύρο χρώμα, λιγότερο ή περισσότερο έντονο. Παράγεται από το καρδιόξυλο διαφόρων δέντρων του γένους διόσπυρος, αλλά το πολυτιμότερο προέρχεται από τον διόσπυρο τον έ., δέντρο που το ύψος του φτάνει τα 15 μ., ιθαγενές της Ινδίας και της Σρι Λανκα. Ο έ. είναι δύσκολος στην κατεργασία του και σπάει εύκολα στο κάρφωμα. Γυαλίζεται όμως με ευκολία. Οι έμποροι ξυλείας κατασκευάζουν ξύλο που μοιάζει με έ. με εμβάπτιση ξυλείας, πλούσιας σε δεψικές ουσίες, σε διάλυμα θειικού σιδήρου.
Έβενος (διόσπυρος ο έβενος), δέντρο που παράγει ξύλο από το οποίο κατασκευάζονται μουσικά όργανα και έπιπλα.
* * *η και ο (AM ἔβενος)1. το δέντρο έβενος τής οικογένειας τών εβενιδών2. το ξύλο τού εβένου3. διάφορα είδη ξύλων που μοιάζουν με τον έβενο και χρησιμοποιούνται στην επιπλοποιία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτ. hbnj, λ. πιθ. νουβικής προέλευσης, με αρχικό δασύ φθόγγο που απαντά και στο εβρ. hobnῑm, ενώ αντίστοιχοι τ. άλλων γλωσσών δεν εμφανίζουν δασύτητα. Μέσω τής Ελληνικής η λ. εισήλθε και στην Αραβοπερσική (πρβλ. abnūs) και στη Λατινική (πρβλ. ebenus), απ' όπου και σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. ebenusαγγλ. ebon[y])].
Dictionary of Greek. 2013.